Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης:
Πολλές φορές έχει ειπωθεί, από όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές κυβερνήσεις, ότι θα ληφθούν “γενναία” μέτρα αναφορικά με τη στήριξη της Ελληνικής οικογένειας και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή για το ασφαλιστικό σύστημα, τη δημόσια υγεία αλλά και αυτή καθαυτή την ύπαρξη του Ελληνισμού.
Μεταξύ αυτών των μέτρων ήταν, το 2024, η αύξηση του Βοηθήματος Τοκετού από τα 2.000 ευρώ, που είχε θεσμοθετηθεί το 2020, ως εξής:
-
1ο τέκνο: 2.400 ευρώ (αύξηση 400 ευρώ)
-
2ο τέκνο: 2.700 ευρώ (αύξηση 700 ευρώ)
-
3ο τέκνο: 3.000 ευρώ (αύξηση 1.000 ευρώ)
-
4 ή περισσότερα τέκνα: 3.500 ευρώ (αύξηση 1.500 ευρώ)
Επιπλέον, αυξήθηκε κατά 1.000 € το αφορολόγητο για οικογένειες με παιδιά (κόστος 135 εκατ. ευρώ ετησίως, 1,34 εκατ. φορολογούμενοι ωφελούμενοι). Αυξήθηκε το επίδομα μητρότητας σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες από τους 4 στους 9 μήνες στο ύψος του κατώτατου μισθού.
Προσαυξήθηκαν τα εισοδηματικά όρια του επιδόματος θέρμανσης από 3.000 ευρώ για κάθε παιδί σε 5.000 ευρώ για κάθε παιδί. Εισήχθη κοινωνικό τιμολόγιο ρεύματος για πολύτεκνους.
Αναμορφώθηκε το μισθολόγιο του δημοσίου τομέα με αύξηση του οικογενειακού επιδόματος κατά 20 ευρώ για το 1ο παιδί και κατά 50 ευρώ από το 2ο και κάθε επιπλέον παιδί. Μειώθηκε ο ΦΠΑ σε βρεφικά προϊόντα από το 24% στο 13% και θεσπίστηκε πλαφόν περιθωρίου κέρδους στο βρεφικό γάλα.
Παρόλα αυτά, όπως έδειξε η πραγματικότητα, τα μέτρα αυτά – καθώς και άλλα που είχαν ληφθεί κατά το παρελθόν – δεν στάθηκαν ικανά να αποτυπώσουν μία έστω ισχνή δημογραφική ανάκαμψη για την Ελλάδα.
(σσ: γιατί τα “ροκάνισε” ο πληθωρισμός, ειδικά των τροφίμων)
Το 2025, με τα μέχρι τώρα στοιχεία (σταθμισμένα στους 3 πρώτους μήνες του έτους), η μέση τιμή γεννήσεων ήταν 6,81 ανά 1.000 κατοίκους, όταν το 1955 ήταν 20,1 ανά 1.000 κατοίκους — δηλαδή μία πτώση στο 1/3.
Πέραν της υπογεννητικότητας, η μετανάστευση των Ελλήνων στο εξωτερικό (σσ: brain drain) και η αστικοποίηση αποτελούν τρεις βραδυφλεγείς βόμβες στα θεμέλια της χώρας που απειλούν ακόμα και την ίδια την επιβίωση του έθνους σε βάθος χρόνου.
Αναφορικά με την αστικοποίηση, σχεδόν το 1/2 των πολιτών της χώρας ζουν στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, κάτι που συνεπάγεται την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την ερήμωση ακριτικών νησιών και περιοχών, με τον κίνδυνο να ελλοχεύει σε βάθος δεκαετιών ο εξ Ανατολών γείτονας να εκμεταλλευτεί αυτή τη δημιουργηθείσα κατάσταση.
Την τελευταία 100ετία, από το 1920 έως το 2020, το ποσοστό του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε από 28% σε 74%, ενώ το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε αντίστοιχα από 72% σε 26%.
Ένα ακόμα τεράστιο πρόβλημα που δημιουργεί η υπογεννητικότητα είναι η γήρανση του πληθυσμού ως ποσοστό επί του μέσου όρου. Αυτό συνεπάγεται μία απτή απειλή για την ίδια την ύπαρξη του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και την δυνατότητα παροχής επαρκών και αξιοπρεπών υπηρεσιών υγείας σε ένα τόσο μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (βασικό σενάριο), ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων συνταξιούχων από τον εργαζόμενο πληθυσμό βαίνει αυξανόμενος τις ερχόμενες δεκαετίες — από 34,30 το 2020, αναμένεται να εκτοξευθεί στο 61,10 το 2100. Αυτό οφείλεται τόσο στην αύξηση του προσδόκιμου διαβίωσης όσο και στην υπογεννητικότητα, γεγονός που θέτει σοβαρές προκλήσεις ως προς τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Πηγή: Eurostat
Σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2023, η πατρίδα μας είχε τον 7ο πιο γηρασμένο πληθυσμό παγκοσμίως, κάτι που επιδεινώθηκε περαιτέρω το 2025, οπότε και ξεπεράσαμε την Πορτογαλία, ευρισκόμενοι πλέον στην 6η θέση.
Αναφορικά με τον εξ Ανατολών γείτονα, ο οποίος επί σειρά ετών απειλεί την πατρίδα μας, η σύγκριση είναι καταλυτική:
Το 1927, η αναλογία πληθυσμού ήταν 1 προς 1,85 (η Ελλάδα ήταν 7 εκατομμύρια και η Τουρκία 13). Το 2020 η αναλογία διαμορφώθηκε περίπου σε 1 προς 8 (!).
Ενδεικτικά, το 2025, ο μέσος ημερήσιος ρυθμός γεννήσεων ήταν:
-
Ελλάδα: 210
-
Τουρκία: 3.365
Αναλογία: 1 προς 16.
Οι προβλέψεις σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2050 είναι δυσοίωνες, με την αναλογία πληθυσμού να διαμορφώνεται σε 1 προς 10,5 — και η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν ληφθούν υπόψη τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού.
Συνοψίζοντας, τρεις είναι οι μεγαλύτερες απειλές για την εθνική επιβίωση με σειρά σπουδαιότητας (σσ: ή αλλιώς επικινδυνότητας):
-
Η υπογεννητικότητα
-
Brain drain και η μετανάστευση γενικότερα, καθώς και η αστικοποίηση
-
Ο εξ Ανατολών γείτονας
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 6η θέση παγκοσμίως στη γήρανση του πληθυσμού, κάτι που σε συνδυασμό με το οξύτατο πρόβλημα υπογεννητικότητας κάνει πλέον την κατάσταση να μοιάζει δυσοίωνη για το μέλλον της πατρίδας μας.
Γιατί πέρα από τις δυσχέρειες που προκαλεί στο ασφαλιστικό μας σύστημα, μακροπρόθεσμα απειλεί την ίδια την επιβίωση της χώρας. Η Ελλάδα έχει ρυθμό γεννήσεων 1,31 όταν το ελάχιστο που απαιτείται για διατήρηση του πληθυσμού είναι 2,1.
Ένα πρόβλημα που για να αντιμετωπιστεί, χρειάζονται αποφασιστικές και μακροχρόνιες δημόσιες πολιτικές, με την εκάστοτε κυβέρνηση να στέκεται δίπλα — κυρίως με γενναία οικονομικά μέτρα — στην Ελληνική πολύτεκνη οικογένεια.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, μεγαλύτερο ακόμα και από τον εξ Ανατολών γείτονα, είναι η υπογεννητικότητα. Κάτι που καθιστά επιτακτική ανάγκη και νούμερο ένα προτεραιότητα τη στήριξη της Ελληνικής οικογένειας, με κάθε μέσο και τρόπο, και την κατεύθυνση κάθε διαθέσιμου πόρου προς αυτήν την κατεύθυνση — πριν να είναι πολύ αργά.
Ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης είναι διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης με εξειδίκευση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής ήταν το ιστορικό των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας και η προοπτική οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μέσα από τη συγκριτική ανάλυση των δεδικασμένων των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων έως και σήμερα.
Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο ίδιο τμήμα και είναι κάτοχος με άριστα του μεταπτυχιακού τίτλου «Δημόσιες και Ευρωπαϊκές Πολιτικές». Είναι επίσης απόφοιτος του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Κρήτης και της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν τις διεθνείς σχέσεις και συγκεκριμένα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Διεθνές Δίκαιο και τη σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Διαβάστε Επίσης:
Τουρκία: Το διακύβευμα των τουρκικών εκλογών και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων